μουσώ

μουσώ
(I)
μουσῶ, -όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)]
1. παθ. μουσοῡμαι, -όομαι
λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.)
αρχ.
1. δίνω μουσικότητα σε κάτι
2. παθ. α) αρμόζομαι για μουσική, τονίζομαι
β) γίνομαι ικανός για μίμηση με τη διδασκαλία («ὄρνεον... μουσωθὲν ἀνθρώπου φωνήν», Αιλ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ μεμουσωμένον
η καλλιέργεια κατά την ανατροφή, η ευγένεια.
————————
(II)
μουσῶ, -όω (Μ)
κοσμώ με μωσαϊκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσ-ίον «μωσαϊκό έργο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρηστομουσώ — έω, Α εφαρμόζω σωστά τους κανόνες τής μουσικής, έχω καλή επίδοση στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + μουσῶ (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσῶ] …   Dictionary of Greek

  • ПТОЛЕМЕЙ или ПТОЛОМЕЙ — •Pttolomaeus, Πτολεμαι̃ος. Это имя мы встречаем во всех странах, где жили греки, особенно в позднейшее время, как имя А) государей, I) в Македонии: 1) зять Аминта II, царя Македонии, по… …   Реальный словарь классических древностей

  • Птолемей —    • Pttolomaeus,          Πτολεμαι̃ος. (или Птоломей). Это имя мы встречаем во всех странах, где жили греки, особенно в позднейшее время, как имя          a) государей,     I. в Македонии:        1. зять Аминта II, царя Македонии, по смерти… …   Реальный словарь классических древностей

  • αμούσωτος — ἀμούσωτος, ον (Α) [μουσῶ] ο άμουσος …   Dictionary of Greek

  • καταμουσώ — καταμουσῶ, όω (Α) καλλωπίζω, εξωραΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μουσῶ «στολίζω με μωσαϊκό»] …   Dictionary of Greek

  • μουσούμαι — μουσοῡμαι, όομαι (Α) βλ. μουσώ …   Dictionary of Greek

  • μουσωτής — μουσωτής, ὁ (Μ) [μουσώ (II)] εργάτης μωσαϊκών …   Dictionary of Greek

  • μούσωσις — μούσωσις, ἡ (Μ) [μουσώ (II)] διακόσμηση με μωσαϊκό ψηφοθέτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”